- χορηγός
- χορηγόςchorus-leadermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χορηγός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.), στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (8 τ. χλμ.). * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγός, θηλ. χορηγίς, ίδος, Α 1. (στην αρχ. Αθήνα) εύπορος πολίτης ο οποίος κατέβαλλε την δαπάνη… … Dictionary of Greek
χορηγός — ο 1. στους αρχαίους Αθηναίους, αυτός που καταβάλλει τη δαπάνη για την παράσταση δραματικών έργων. 2. αυτός που χορηγεί. 3. προμηθευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χορηγοί — χορηγός chorus leader masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορηγούς — χορηγός chorus leader masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορηγέ — χορηγός chorus leader masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορηγῷ — χορηγός chorus leader masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορηγόν — χορηγός chorus leader masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Choregos — In the theatre of ancient Greece, chorêgos (pl. chorêgoi; Greek: χορηγός, Greek etymology: χορός chorus + ἡγεῖσθαι to lead ) was an honorary title for a wealthy Athenian citizen who assumed the public duty of financing and paying the expenses of… … Wikipedia
δοτήρ — και δωτήρ, ο (θηλ. δότειρα, η) (AM) ο χορηγός, αυτός που παρέχει κάτι («ὁ δοτὴρ τῆς ζωῆς», «δοτὴρ τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός ο θεός) αρχ. α) «ταμίαι... σίτοιο δοτῆρες» οικονόμοι που μοίραζαν ψωμί β) «ὀιστοὶ θανάτοιο δοτῆρες» βέλη που έφερναν… … Dictionary of Greek
χορηγείον — και δωρ. τ. χοραγεῑον, τὸ, Α 1. χώρος όπου ο χορηγός συγκέντρωνε τους χορευτές και τους ηθοποιούς για να διδαχθούν από τον χοροδιδάσκαλο τους ρόλους τους 2. (γενικά) σχολείο, διδασκαλείο 3. ταμείο, θησαυροφυλάκιο 4. στον πληθ. τά χορηγεῑα τα… … Dictionary of Greek